ξεκουφαίνω

ξεκουφαίνω
1) accompagner
2) assourdir

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ξεκουφαίνω — ξεκουφαίνω, ξεκούφανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκουφαίνω — ενοχλώ προκαλώντας εκκωφαντικό θόρυβο («μάς ξεκούφανες με τις φωνές σου») …   Dictionary of Greek

  • ξεκουφαίνω — ξεκούφανα, ξεκουφάθηκα 1. κάνω κάποιον κουφό. 2. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον με θορύβους: Μας ξεκούφανε αυτό το ραδιόφωνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακουφαίνω — ξεκουφαίνω, κάνω κάποιον τελείως κουφό ή δεν τόν αφήνω να ακούσει τίποτε άλλο …   Dictionary of Greek

  • αποκουφαίνω — (Α ἀποκωφοῡμαι, όομαι) 1. κάνω κάποιον εντελώς κουφό 2. ενοχλώ στ αφτιά, ξεκουφαίνω αρχ. ( ούμαι) κουφαίνομαι εντελώς …   Dictionary of Greek

  • εκκωφώ — (I) ( έω) (Α ἐκκωφῶ, έω) 1. κάνω κάποιον κουφό, ξεκουφαίνω 2. παθ. παθαίνω ζάλη, ζαλίζομαι 3. παθ. χάνω τη δύναμή μου, δεν λειτουργώ. (II) ( όω) (Α ἐκκωφῶ, όω) 1. κάνω κάποιον κουφό, κουφαίνω 2. παθ. αδιαφορώ, υποκρίνομαι τον κουφό 3. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • εκπαταγώ — ἐκπαταγῶ ( έω) (Α) φρ. «ἐκπαταγῶ τὰ ὦτα» ξεκουφαίνω …   Dictionary of Greek

  • κατάδω — κατᾴδω και καταείδω (Α) 1. (για πουλιά) α) κελαηδώ β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου 2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι 3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου 4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου 5. τραγουδώ επωδή μαγείας 6.… …   Dictionary of Greek

  • καταδουπώ — καταδουπῶ, έω (AM) μσν. ξεκουφαίνω αρχ. πέφτω κάνοντας ισχυρό θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δουπῶ «κάνω θόρυβο» < δοῦπος «θόρυβος»] …   Dictionary of Greek

  • κατακρούω — και κατακρούγω (AM κατακρούω) νεοελλ. 1. πληγώνω ψυχικά («δεν έγνωθε κι ο Έρωτας συχνά τσὴ κατακρούγει», Ερωτόκρ.) 2. φρ. α) «κατακρούγει η ημέρα» φθάνει η μέρα (Ερωτόκρ.) β) «στα βάθη κατακρούω» γκρεμίζομαι στο βάραθρο (Ερωτόκρ.) γ) «κατακρούω… …   Dictionary of Greek

  • κατακυμβαλίζω — (Α) ξεκουφαίνω κάποιον κρούοντας κύμβαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυμβαλίζω «κρούω κύμβαλα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”